- χρηματίζειν
- χρηματίζωnegotiatepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek
προγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους μσν. αρχ. γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.) αρχ. 1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek